- έκτιση
- [-ις (-εως)] η1) оплата; уплата; выплата; 2) выполнение (долга); 3) искупление (вины); отбывание, несение (наказания)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έκτιση — και έκτειση, η (Α ἔκτισις και ἔκτεισις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτίνω 1. απότιση, πληρωμή, εξόφληση 2. αρχ. ανταπόδοση, ανταμοιβή, εκδίκηση … Dictionary of Greek
έκτιση — η 1. εξόφληση, ξεπλήρωμα. 2. μτφ., η εκτέλεση ποινής από κατάδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκτίσῃ — ἐκτίσηι , ἔκτεισις payment in full fem dat sg (epic) ἐκτί̱σῃ , ἐκτίνω pay off aor subj mid 2nd sg ἐκτί̱σῃ , ἐκτίνω pay off aor subj act 3rd sg ἐκτί̱σῃ , ἐκτίνω pay off fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόδραση — Η δραπέτευση κρατούμενου ή φυλακισμένου. Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους· οποιοσδήποτε άλλος συμμετείχε στην απόδραση τιμωρείται με φυλάκιση. Η ποινή της α. εκτίεται ολόκληρη μετά την έκτιση της βασικής ποινής του δράστη, δηλαδή δεν… … Dictionary of Greek
απότιση — η (Α ἀπότισις) [αποτίνω] 1. (κυριολ. και μτφ.) πληρωμή χρέους 2. έκτιση ποινής … Dictionary of Greek
βούλευμα — Έτσι ονομάζεται στη νομική επιστήμη η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου. Αφορά ποινικές υποθέσεις που διεκπεραιώνονται χωρίς να φτάσουν στο ακροατήριο, δηλαδή σε κανονική δίκη, και άλλες που η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο γίνεται με β., το… … Dictionary of Greek
ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… … Dictionary of Greek
σωφρονιστήριο — Τόπος ή ίδρυμα στο οποίο στέλνονται άτομα για σωφρονισμό. Σ. λέγεται και φυλακή στην οποία φυλακίζονται άτομα για να εκτίσουν την ποινή τους. Οι διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στα σ. λέγονται σωφρονιστικά συστήματα. Παρά τις σποραδικές… … Dictionary of Greek
σωφρονιστικός — ή, ό / σωφρονιστικός, ή, όν, ΝΜΑ [σωφρονιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σωφρονισμό, στην προσπάθεια και στις μεθόδους που εφαρμόζει κανείς για να σωφρονίσει κάποιον («λόγοι σωφρονιστικοί», Πολυδ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η… … Dictionary of Greek
Γκόλντμαν, Έμα — (Emma Goldman, Κάουνας, Λιθουανία 1869 – Σικάγο 1940). Αμερικανίδα συγγραφέας και ακτιβίστρια, λιθουανοεβραϊκής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Κόβνο (σημερινό Κάουνας) της Λιθουανίας και σε μικρή ηλικία μετακόμισε με την οικογένειά της στην Αγία… … Dictionary of Greek
Ριαζάνοφ, Δημήτριος — (1870 – 1938). Ρώσος επαναστάτης και θεωρητικός του μαρξισμού. Aπό τη νεανική του ηλικία συμμετείχε στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα της πατρίδας του και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την οργάνωση των πρώτων εργατικών επαναστατικών πυρήνων στην Οδησσό. Για … Dictionary of Greek